- ῥαφάνια
- ῥαφάνιονneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ραφανία — η, Ν δηλητηρίαση από σπέρματα ραφανίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράφανος. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο] … Dictionary of Greek